ολόψυχα

ολόψυχα
επίρρ. τροπ., με όλη την ψυχή, με όλη τη διάθεση: Ολόψυχα σου εύχομαι χρόνια πολλά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολόψυχα — επίρρ. βλ. ολόψυχος …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • έκθυμος — η, ο (AM ἔκθυμος, ον) Ι. αυτός που προέρχεται από ζωηρή προθυμία, εγκάρδιος («ἐκθυμος αποδοχή») αρχ. εκτός εαυτού, μανιώδης II. επίρρ. εκθύμως (AM ἐκθύμως) ολόψυχα, εγκάρδια («αποδέχομαι εκθύμως την πρόσκληση») αρχ. 1. υπερβολικά, με εμπάθεια 2.… …   Dictionary of Greek

  • αφιερώνω — (AM ἀφιερῶ, όω) [ιερώ] προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης 2. αφιερώνομαι (ή αφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • εκτενώς — επίρρ. (AM ἐκτενῶς) νεοελλ. «εν εκτάσει» με πολλά λόγια, με λεπτομέρειες («μίλησε εκτενώς για τον προϋπολογισμό») αρχ. μσν. πρόθυμα, ολόψυχα, με ζήλο, θερμά αρχ. 1. δραστήρια 2. με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα, πολυτελώς 3. με αφθονία 4. έντονα,… …   Dictionary of Greek

  • κατάψυχα — επίρρ. ολόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψυχή + επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. ολό ψυχ α, κατα μεσήμερ α)] …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • ολοκάρδιος — ολοκάρδιος, ον (Α) αυτός που γίνεται με όλη την καρδιά, εγκάρδιος, ολόψυχος. επίρρ... ὁλοκαρδίως (Α) από την καρδιά, ολόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο) * + καρδία (πρβλ. μεγαλο κάρδιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”